- αδάμας
- Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 1.391 κάτ.) της Μήλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μήλου του νομού Κυκλάδων.
* * *(-αντος), ο(Α ἀδάμας)κρυσταλλικός πολύτιμος λίθος με μεγάλη σκληρότητα και λάμψη (αλλιώς διαμάντι, διαμαντόπετρα)νεοελλ.1. λαμπρός, καθαρός, πολύτιμος2. (για ανθρώπινους χαρακτήρες) λαμπρός, αγνός, ακέραιος, ενάρετος, ηθικός, άκαμπτος3. αυτός που ξεχωρίζει, όπως από τους λίθους το διαμάντιαρχ.1. (αρχικά στον Ησίοδο ως επίθ.στον Όμηρο μόνο ως κύριο όνομα) αδάμαστος2. ως ουσ. το σκληρότερο από τα μέταλλα, πιθανότατα ο χάλυβας3. σταθερός, ακλόνητος, στέρεος4. αναπόφευκτος, μοιραίος.[ΕΤΥΜΟΛ. < δαμῶ (= δαμάζω).ΠΑΡ. ἀδαμάντινοςμσν.ἀδαμάντιοςνεοελλ.αδαμαντίζω.ΣΥΝΘ. αρχ. ἀδαμαντόδετος, ἀδαμαντοπέδιλοςνεοελλ.αδαμαντοδέτης, αδαμαντοειδής, αδαμαντοθήρας, αδαμαντοκόλλητος, αδαμαντόκονις, αδαμαντοκοσμώ, αδαμαντοποίκιλτος, αδαμαντοπώλης, αδαμαντόστικτος, αδαμαντοστόλιστος, αδαμαντουργός, αδαμαντοφόρος, αδαμαντωρύχος].
Dictionary of Greek. 2013.